χρεώνομαι

χρεώνομαι
borçlanmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρεώνομαι — χρεώνομαι, χρεώθηκα, χρεωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρεώνω — Ν [χρέος] 1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες») 2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου 3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη 4. μέσ. χρεώνομαι αναλαμβάνω χρέη 5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”